κραυγή - cri - scream
Περιπλανώμενος στους δρόμους της Αθήνας με μια λαμπερή ηλιοφάνεια, ξαφνικά ο ουρανός σκοτεινιάζει, σταματώ παγωμένος μπροστά στα απομεινάρια ενός γκράφιτι, ένας ψυχρός αέρας και οι πρώτες βροντές του ουρανού, δύο μετανάστες τρέχουν να βρουν καταφύγιο πριν αρχίσει η βροχή, είμαι ακινητοποιημένος, τρέμοντας από το άγχος, μια εκκωφαντική, αλλά βουβή κραυγή ξεφεύγει από τα μέσα μου, για μια στιγμή, σε αυτό το γαλήνιο γκρίζο αστικό τοπίο, όπως όταν ακούς το σφύριγμα μιας οβίδας προτού εκραγεί.
Περιπλανώμενος στους δρόμους της Αθήνας με μια λαμπερή ηλιοφάνεια, ξαφνικά ο ουρανός σκοτεινιάζει, σταματώ παγωμένος μπροστά στα απομεινάρια ενός γκράφιτι, ένας ψυχρός αέρας και οι πρώτες βροντές του ουρανού, δύο μετανάστες τρέχουν να βρουν καταφύγιο πριν αρχίσει η βροχή, είμαι ακινητοποιημένος, τρέμοντας από το άγχος, μια εκκωφαντική, αλλά βουβή κραυγή ξεφεύγει από τα μέσα μου, για μια στιγμή, σε αυτό το γαλήνιο γκρίζο αστικό τοπίο, όπως όταν ακούς το σφύριγμα μιας οβίδας προτού εκραγεί.
Errant dans les rues d’Athènes par un soleil resplendissant, soudain le ciel s'assombrit, je m’arrête, figé devant les restes d’un graffiti, un vent glacial et les premiers grondements du ciel, deux migrants courent se mettre à l'abri avant que la pluie ne commence, je suis immobilisé, frissonnant d'anxiété, un cri assourdissant mais muet s'échappe de mes entraillent, l'espace d'un instant, dans ce paisible paysage gris urbain, comme quand on entend le sifflement d'un obus avant son explosion.
Wandering through the streets of Athens in a resplendent sun, suddenly the sky darkens, I stop, frozen in front of the remains of a graffiti, an icy wind and the first rumblings of the sky, two migrants run to get sheltered before the rain begins, I am immobilized, shivering with anxiety, a deafening but mute scream escapes from my guts, for a moment, in this peaceful gray urban-scape, like when you hear the whistle of a shell before it explodes.