Η Μολδαβία μετά τη Μολδαβία
Aγαπητε Γιάννη,
Κάθομαι μπροστά από το βιβλίο που μου δάνεισες, σε ένα κυλικείο στο συνοριακό σταθμό στον ποταμό Prurt, από τη μολδαβική πλευρά.
Οι συνοριοφύλακες με εμπόδισαν να διασχίσω τη γέφυρα και μου απαγόρευσαν να κινηματογραφήσω. Έτσι ξεκίνησα να βάζω σε τάξη τις λίγες σημειώσεις σχετικά με το ταξίδι μου στη Μολδαβία.
Η Ροντίκα ,23 ετών φοιτήτρια ψυχολογίας, και ο Αρτούρο, 24 ετών φοιτητής οικονομικών, στο δωμάτιό τους στη φοιτητική εστία του Ζωγράφου, μου ετοιμάζουν μολδαβέζικο τσάι: « Μεταξύ 1945-1991 κανείς δεν πέρασε στην άλλη πλευρά του ποταμού Προυτ, το ποτάμι-σύνορο που χωρίζει τη Μολδαβία και τη Ρουμανία. Το κομμουνιστικό καθεστώς της πρώην Σοβιετικής ένωσης φρόντισε να «χτίσει» στο ποτάμι νοερό τείχος αποκλείοντας οποιαδήποτε επαφή ανάμεσα στις δύο χώρες για 46 χρόνια.
Η Ροντίκα συμπληρώνει: «Το Νοέμβριο του 1991, ήμουν 8 χρονών τότε, με πήρε ο πατέρας μου στη γέφυρα του Σκουλένι στον Προυτ. Εκεί, πάνω σε αυτή τη γέφυρα, χιλιάδες άνθρωποι γιορτάσαμε την επανασύνδεση των 2 χωρών καλύπτοντας το ποτάμι με λουλούδια. Πέρασαν δώδεκα χρόνια, «το τείχος έπεσε», τα λουλούδια σάπισαν αλλά η Μολδαβία συνεχίζει να είναι η πιο φτωχή και πιο απομονωμένη χώρα της Ευρώπης.»
Εννιά μήνες μετά βρίσκομαι στο 50θέσιο ελικοφόρο αεροπλάνο της air moldova, προσευχόμενος στον Παντοδύναμο για μια ασφαλή άφιξη στο Κισνάου, την πρωτεύουσα της χώρας που σήμερα συσχετίζουμε πιο εύκολα με μετανάστευση και δουλεμπόριο παρά με τουρισμό. Και όμως εγώ ταξίδευα ως εδώ, το βορειότερο άκρο της Βαλκανικής Χερσονήσου, ακριβώς για τουρισμό.
Η μελαχρινή δίμετρη αεροσυνοδός μου προσφέρει πορτοκαλάδα κι εγώ αναρωτιέμαι ποιά είναι πραγματικά αυτή η χώρα που αποτελούσε κατά την διάρκεια όλου του 18ου αιώνα τόπος μετανάστευσης για τους Έλληνες εμπόρους και λογίους της εποχής. Γνωστό της πάση άλλωστε ότι σ’ αυτά τα μέρη σήμανε ο Υψηλάντης την καμπάνα της επανάστασης του 1821, πληρώνοντας τελικά τις προσδοκίες του για γενικευμένη διαβαλκανική έγερση με εκτενή διαμονή σε φυλακή της Αυστρίας. Και αυτός τρομοκράτης!
Το πρώτο απόγευμα το πέρασα κάνοντας βόλτες και απορώντας με το ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό ύφος της πόλης, με τα μεγαθήρια – απομεινάρια του κομμουνιστικού παρελθόντος δίπλα σε χαμόσπιτα με σκεπές ελενίτ. Κάτοικοί τους είναι Ρουμάνοι, Ρώσοι, Ουκρανοί, Βούλγαροι, Γκαγκαούζοι και τσιγγάνοι, όλοι Μολδαβοί στα χαρτιά.
Από τη σύσταση του νέου κράτους το 1991, ως σήμερα η οικονομική κατάσταση χειροτέρεψε. Το άλλοτε στρατηγικό σταυροδρόμι της βορειοανατολικής Ευρώπης έχει χάσει τη γεωπολιτική του αξία. Ανεργία, απογοήτευση, μετανάστευση, φτώχια, παρανομία ακολουθούν. Κάθε είδους βιομηχανία υψηλής τεχνολογίας έχει επίσης σταματήσει από τότε που ο οικονομικός «συνέταιρος» αποσύρθηκε. Ο ταξιτζής μου λέει ότι ένα από τα μεγαλύτερα εργοστάσια στα ανατολικά της χώρας, που κατασκεύαζε αντλίες για πυρηνικά υποβρύχια, έκλεισε λίγους μήνες μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Ο θυρωρός μαζί με μερικούς φύλακες είναι πια οι μόνοι κάτοικοι. Το εργατικό δυναμικό απολύθηκε ή όπως λένε οι ίδιοι « πήρανε απεριόριστη άδεια άνευ αποδοχών».
«Δεν ξέρω πως μ’ έφερε η ζωή από την Κύπρο στην Μολδαβία», αναπολούσε ο Νίκος, ενώ προσπαθούσε να φτιάξει το κάθισμά του στο ξεχαρβαλωμένο λεωφορείο με κατεύθυνση το Κόμρατ. Δίπλα του τσακώνονται γυναίκες, η μία μιλώντας Ρώσικα, η άλλη Ρουμανικά, και οι δυο επίσημες γλώσσες της χώρας. «Σπούδασα φυσικός, ταξίδεψα για δέκα χρόνια, και τελικά, μετά από καιρό στην κεντρική Ασία, κατέληξα στην Γκαγκαουζία, περιοχή Τουρκόφωνων, αλλά παραδοσιακά, όπως σχεδόν όλη η Μολδαβία, Ορθόδοξη». Μετά από δυόμισι ώρες το λεωφορείο περνάει μια τεράστια ταμπέλα σηματοδοτώντας την είσοδό μας στην Αυτόνομη Δημοκρατία της Γκαγκαουζίας. «Κοίτα εκεί», λέει, δείχνοντας το βαμμένο μπάλωμα στο κέντρο της ταμπέλας, «η κυβέρνηση αποφάσισε να κρύψει τον γκρίζο λύκο της Γκαγκαουζίας, έμβλημα που σηματοδοτούσε την υποτιθέμενα κοινή Τούρκικη προέλευση των Γκαγκαούζων.»
Κατά το Νίκο, η ενασχόληση της Τουρκίας με τη Γκαγκαουζία βοήθησε να αποφευχθεί ο εμφύλιος πόλεμος στην περιοχή το 1994, όταν η Μολδαβική κυβέρνηση παραχώρησε την αυτονομία στη Γκαγκαουζία.
Φτάνοντας στο Κομράτ, πρωτεύουσα των Γκαγκαούζων, που δεν ξεπερνούν το 3,5% του συνολικού πληθυσμού της χώρας, κατευθυνθήκαμε στο πανεπιστήμιο στο κέντρο της πόλης. Το πανεπιστήμιο, χάρη στις ευεργεσίες Ελλήνων και στους μόχθους του Νίκου, εμπεριέχει ανθηρό τμήμα Νεοελληνικών Σπουδών, όπου πάνω από τριάντα Γκαγκαούζοι μαθαίνουν Ελληνικά. Βεβαίως υπάρχει και το ανάλογο τμήμα Τουρκικών σπουδών. Έτσι, σε ένα σκοτεινό διάδρομο στο πανεπιστήμιο του Κομρατ η κυανόλευκη και μια αφίσα του Kemal στραβοκοιτιούνται, ενώ τα τμήματα Ελληνικών και Τούρκικων σπουδών αγωνίζονται για να προσηλυτίσουν Γκαγκαούζους φοιτητές.
Η Νατάλια, γαλανομάτα καθηγήτρια Αγγλικών στο πανεπιστήμιο, με ξενάγησε στους χωματένιους δρόμους του Κομράτ προς το πανεπιστημιακό θέατρο. "Η παράδοση λέει ότι ο άνδρας χτίζει πρώτα το πηγάδι και μετά το μελλοντικό του σπίτι: Είναι γρουσουζιά για μια γυναίκα να χρησιμοποιεί το πηγάδι πριν παντρευτεί, γιατί μολύνει το νερό του - όπως λέει η παράδοση». Τα γαλάζια μάτια της νεαρής δασκάλας, στο ίδιο χρώμα με το ξύλο που κοσμούσε το πηγάδι, δεν μπορούν να αποκρύψουν την επιθυμία της να μεταναστεύσει, ακολουθώντας τα βήματα τόσων άλλων Μολδαβών.
Φτάνουμε στο θέατρο, για να παραβρεθούμε στον γιορτασμό των 330 χρόνων από την γέννηση του ποιητή Dimitri Kantemir. Το κτίριο υπήρξε dome culturie την χρυσή περίοδο του κομμουνισμού, χώρος και τρόπος για την εξαφάνιση κάθε τοπικού στοιχείου και την επιβολή ομοιογενοποιημένης σοβιετικής κουλτούρας
Σήμερα φοιτητές απαγγέλνανε την ποίηση του Dimitri Kantemir, στα Ρουμάνικα, στα Ρώσικα, και στα Γκαγκαούζικα, σε μία προσπάθεια αναβίωσης της εθνικής ιστορίας. Δύο καθηγητές μου εξήγησαν στα σκουριασμένα τους Γαλλικά πως ο Kantemir υπήρξε ηγεμόνας της Μολδαβίας για ένα μικρό χρονικό διάστημα το 1710. Έκανε όμως το λάθος να συμμαχήσει με την Ρωσία και αναγκάστηκε μετά την ήττα του Μεγάλου Πέτρου από τους Οθωμανούς να δραπετεύσει στη χώρα τους, όπου ασχολήθηκε με την συγγραφή ιστορίας και ποίησης.
Οι γλαφυρότερες αναγνώσεις τιμήθηκαν με ημερήσια εκδρομή στο Κισιναού.
Στην επιστροφή περνάμε γκρίζους λόφους και ατελείωτους αμπελώνες. Εδώ βουνά και πέτρα δεν υπάρχουν, η γη είναι εύφορη και τα χωριά πλίνθινα. Οι δρόμοι μισοί χωμάτινοι, μισοί ασφαλτοστρωμένοι με έκαναν να νιώσω αληθινός ευρωπαίος.
Στις εκατέρωθεν πλευρές των δρόμων, φυτεύθηκαν κατά τη διάρκεια του κομμουνισμού, καρυδιές προς χάριν διακόσμησης, αλλά σήμερα αποτελούν κύριο προϊόν εξαγωγής. Οι διαμάχες για τον έλεγχο του καρπού πολλές κι αιματηρές.
Έχοντας ήδη περάσει κάποιες μέρες στην πρωτεύουσα μπορούσα πια να πω ότι τη ψυχή του Κισνάου δεν τη βρίσκεις στην παρηκμασμένη Όπερα, στα επιβλητικά κτίρια, στην ευρωπαϊκού τύπου ζωή των λίγων. Την ψυχή του τη βρίσκεις στο εναλλακτικό θέατρο Ionesco, στα γεμάτα από κόσμο πάρκα, στους δρόμους και στις υπαίθριες αγορές.
Στην αχανή λαϊκή αγορά στο κέντρο της πρωτεύουσας, μεσήλικες και ηλικιωμένες γυναίκες από όλα τα χωριά, εμπορεύονται τα προϊόντα τους και τους σπόρους της επόμενης σοδειάς. Φωνές, παζάρια, χρώματα, λαχανικά, φρούτα, μπισκότα…, όλα μαζί φτιάχνουν το πράσινο χρηματιστήριο του Κισνάου ελλείψει αυθεντικού. Εκεί έμαθα ότι η Μέρα της Γυναίκας είναι για τους Μολδαβούς αληθινή γιορτή. Οι προετοιμασίες ξεκινούν λίγες μέρες πριν, όχι μόνο στις πόλεις αλλά και στα χωριά. Είναι ευκαιρία για τις γυναίκες να περιποιηθούν τον εαυτό τους πηγαίνοντας σε κέντρα αισθητικής που είναι σκορπισμένα παντού, και για τους άντρες να μεταμορφώσουν τη μέρα σε γιορτή αντάξια της περίστασης με συναυλίες, συγκεντρώσεις, στολισμούς, τραπέζια και άφθονο μολδαβικό κρασί.
Ο πατήρ Βασίλης , ο παπάς της ενορίας του Κογκάζ, ενός χωριού στο Νότο, που τον συνάντησα λίγες μέρες μετά με τον Νίκο, είναι και αυτός γεωργός. Πριν διαλέξει τον δρόμο της εκκλησίας υπήρξε στέλεχος του κόμματος, φυσική πορεία θα έλεγε κανείς. Μόλις πάτησα στο σπίτι του με οδήγησε στην κάβα για να με φιλέψει την προσωπική του παραγωγή κρασιού. «Άτιμος όποιος δεν σου κεράσει κρασί από τ’ αμπέλι του, ή τεμπέλης θα είναι ή μπεκρής, που το ’χει καταπιεί όλο ο ίδιος». Ο δραστήριος αυτός ιερέας έχει μετατρέψει το KOLHOZ, την βασική σοβιετική μονάδα γεωργικής παραγωγής, σε συνεταιρισμό αγροτών. «Μόλις αποκτήσαμε το πρώτο μας τρακτέρ» καμαρώνει «αλλά δεν υπάρχουν λεφτά για λιπάσματα, και έτσι η γεωργία μας είναι εκατό της εκατό βιολογική».
Ανατολικά του Κισνάου, στην περιοχή Βουντούολα βρίσκεται το μοναδικό θέρετρο της χώρας. Χτισμένο, κοντά στις όχθες του ποταμού Reut, υπήρξε ίδρυμα κωφαλάλων την εποχή του κομμουνισμού, όπως τόσα άλλα παρεμφερή ιδρύματα. Χιλιάδες Μολδαβοί παραθερίζουν το καλοκαίρι στο Vadul lui Voda ( το σπίτι της σιωπής) αφού η χώρα δεν διαθέτει πλέον διέξοδο στη θάλασσα, από τότε που ο Στάλιν τους την στέρησε. Το καλοκαίρι ένα κομμάτι του μεταμορφώνεται σε ξενώνα για τους νέους που περνούν ήσυχες και άγριες μέρες κάνοντας πάρτυ χωρίς άγχος ότι ενοχλούν τους γείτονές τους.
Τώρα είναι ήσυχα στο Βουντουόλα, ο ξενώνας είναι άδειος, η αμμουδιά στην όχθη του ποταμού το ίδιο.
Γεμάτο από νέους ήταν το μπαράκι που συνάντησα τον Αρτούρο και τη Ροντίκα χθες. Έχουν έρθει για λίγες μέρες να δουν τους δικούς τους. «Μετά από δύο χρόνια στην Ελλάδα είμαστε λίγο ξένοι στη χώρα μας.» μου εκμυστηρεύεται ο Αρτούρο « Οι προοπτικές της επιστροφής μας εδώ είναι λίγο δύσκολες, αλλά ποιος ξέρει…»
Ο Νίκος ετοιμάζεται να ταξιδέψει για την Κύπρο, με την χορωδία της εκκλησίας του παπά Βασίλη. Στο πρακτορείο όπου κλείναμε τα εισιτήρια, πωλούσαν και βίζες για την Ευρώπη, κόστους 1250 δολαρίων, εισιτήριο για ένα καλύτερο αύριο.
Σκουλένι Οκτώβριο 2004
Cher Ianni,
Assis devant le livre que tu m'as prêté, je suis dans une cantine au poste frontière sur la rivière Prurt, du côté moldave. Les gardes-frontières m'ont empêché de traverser le pont et m'ont interdit de filmer. J'ai donc commencé à mettre de l'ordre dans les quelques notes de mon voyage en Moldavie.
Rodica, 23 ans, étudiante en psychologie, et Arturo, 24 ans, étudiant en économie, dans leur chambre du campus universitaire de Zografou, sont en train de me préparer du thé moldave : « Entre 1945 et 1991, personne n'est passé de l'autre côté de la rivière Prut, qui sépare la Moldavie de la Roumanie. Le régime communiste de l'ex-Union soviétique a pris soin de « construire » un mur imaginaire sur le fleuve, interdisant tout contact entre les deux pays pendant 46 ans.
Rodica ajoute : « En novembre 1991, j'avais 8 ans à l'époque, mon père m'a emmenée voir le pont de la rivière de Sculeni à Prut. Là, sur ce pont, des milliers de personnes ont célébré la réunification des deux pays en couvrant la rivière de fleurs. Douze ans se sont écoulés, « le mur est tombé », les fleurs ont pourri, mais la Moldavie reste le pays le plus pauvre et le plus isolé d'Europe ».
Neuf mois plus tard, je suis dans ce petit avion de 50 places d'Air Moldova, priant le Tout-Puissant d'arriver sain et sauf à Chissinau, la capitale de ce pays que l'on associe aujourd'hui plus facilement à l'immigration et au trafficking qu'au tourisme. Et pourtant, c'est précisément pour du tourisme que je me suis rendu ici, à l'extrême nord de la péninsule des Balkans.
L'hôtesse brune m'offre un jus d'orange et je me demande quel est vraiment ce pays, qui a été un lieu d'immigration pour les marchands et les intellectuels grecs tout au long du XVIIIe siècle. On sait que c'est là qu'Ypsilantis a sonné le glas de la révolution de 1821, payant finalement d'un séjour long dans une prison autrichienne ses espoirs d'un soulèvement trans-balkanique généralisé. Serait t'il donc un terroriste !
J'ai passé le premier après-midi à flâner et à m'émerveiller du style architectural particulier de la ville, avec de gigantesques bâtiments, vestiges du passé communiste, qui côtoient des cabanes aux toits d'élénite. Les habitants sont roumains, russes, ukrainiens, bulgares, gagaouzes et gitans, tous moldaves à priori.
Depuis la création du nouvel État en 1991, la situation économique s'est considérablement détériorée. Le carrefour autrefois stratégique de l'Europe du Nord-Est a perdu sa valeur géopolitique. Le chômage, la frustration, l'émigration, la pauvreté et l'anarchie s'ensuivent. Toute forme d'industrie de haute technologie s'est également arrêtée depuis le retrait du « partenaire » économique. Mon chauffeur de taxi me raconte que l'une des plus grandes usines de l'est du pays, qui fabriquait des moteurs pour les sous-marins nucléaires, a fermé quelques mois après l'effondrement de l'Union soviétique. Le concierge et quelques gardiens sont désormais les seuls résidents. La main-d'œuvre a été licenciée ou, comme on dit, « a pris un congé permanent sans rémunération ».
« Je ne sais pas comment la vie m'a porté de Chypre à la Moldavie », songe Nikos, tout en essayant de fixer son siège dans le bus branlant qui le conduit à Comrat. À côté de lui, des femmes discutent, l'une parlant russe, l'autre roumain, les deux langues officielles du pays. « J'ai étudié la physique, j'ai voyagé pendant dix ans et, après un séjour en Asie centrale, je me suis retrouvé en Gagaouzie, une région turcophone, mais traditionnellement orthodoxe, comme la quasi-totalité de la Moldavie. Au bout de deux heures et demie, le bus passe devant un immense panneau marquant notre entrée dans la République autonome de Gagaouzie. « Le gouvernement a décidé de faire disparaître le loup gris de Gagaouzie, un emblème qui marquait l'origine turque supposée commune aux Gagaouzes », dit-il en montrant la partie peinte au cœur de l'écriteau.
Selon Niko, les relations de la Turquie avec la Gagaouzie ont permis d'éviter une guerre civile dans la région en 1994, grâce à l'autonomie accordée par le gouvernement moldave à la Gagaouzie.
Arrivés à Komrat, capitale des Gagaouzes, qui ne représentent pas plus de 3,5 % de la population totale du pays, nous nous sommes rendus à l'université située au centre de la ville. Grâce aux donations des Grecs et au dévouement de Nikos, l'université abrite un département florissant d'études grecques modernes, où plus d'une trentaine de Gagaouzis apprennent le grec. Bien entendu, il existe un département similaire d'études turques. Ainsi, dans un couloir sombre de l'université Comrat, le drapeau bleu et blanc et un poster de Kemal Ataturk se lorgnent, tandis que les départements d'études grecques et turques s'efforcent de séduire les étudiants gagaouzes.
Natalia aux yeux bleus, professeure de lettres anglaises à l'université, m'a accompagnée dans les rues poussiéreuses de Comrat, en direction du théâtre universitaire. Alors que nous passions devant les puits en pierre placés devant les portails, des puits aux toits bien entretenus, répliques miniatures des couvertures en aluminium de leurs maisonettes, elle m'expliqua: « La tradition veut qu'un homme construise d'abord le puits, puis sa future maison, et qu'une femme n'utilise pas le puits avant de se marier, car cela pollue l'eau, comme le souligne la tradition ». Les yeux bleus de la jeune enseignante, de la même couleur que le bois qui ornait le puit, ne peuvent dissimuler son désir d'émigrer, à l'instar de tant d'autres Moldaves.
Nous arrivons au théâtre pour assister à la célébration du 330e anniversaire de la naissance du poète Dimitri Kantemir. Le bâtiment était un dome culturie de l'âge d'or du communisme, un lieu et un véhicule pour éliminer tous les éléments de la culture locale et imposer une culture soviétique homogénéisée.
Aujourd'hui, les étudiants ont récité les poèmes de Dimitri Kantemir en roumain, en russe et en gagaouze pour tenter de faire revivre l'histoire nationale. Deux professeurs m'ont expliqué dans un français rudimentaire que Kantemir a été souverain de la Moldavie pendant une courte période en 1710. Mais il avait commis l'erreur de s'allier à la Russie et a été contraint, après la défaite de Pierre le Grand face aux Ottomans, de se réfugier dans leur pays, où il s'est mis à écrire des contes Histoiriques et de la poésie.
Les lectures les plus éloquentes ont été récompensées par une excursion d'une journée à Chisinau.
Sur le chemin du retour, nous traversons des collines grises et des vignobles à perte de vue. Ici, les montagnes et la pierre sont absentes, la terre est fertile et les villages sont en briques. Les routes, à la fois terreuses et pavées, m'ont donné l'impression d'être un Européen authentique.
De chaque côté du chemin, des noyers ont été plantés pendant la période communiste pour la décoration, mais aujourd'hui, ils sont devenu un produit d'exportation incontournable. Les conflits pour le contrôle des noyers sont nombreux et parfois meurtriers.
Après avoir passé quelques jours dans la capitale, je peux dire que l'âme de Chisinau ne se trouve pas dans l'opéra décadent, dans les bâtiments pompeux, dans la vie à l'européenne d'une minorité. Son âme se trouve dans le théâtre alternatif de Ionesco, dans les parcs bondés, dans les rues et les marchés en plein air.
Dans le vaste marché du centre de la capitale, des femmes âgées venues de tous les villages échangent leurs produits et les semences de la prochaine récolte. Des voix, des bazars, des couleurs, des légumes, des fruits, des biscuits..., tout cela constitue la bourse agricole de Chisnau en l'absence d'une véritable bourse. C'est là que j'ai appris que la Journée de la femme est une authentique fête pour les Moldaves. Les préparatifs commencent quelques jours a l'avance, non seulement dans les villes mais aussi dans les villages. C'est l'occasion pour les femmes de se faire chouchouter en se rendant dans les centres de beauté disséminés un peu partout, et pour les hommes de transformer la journée en une fête digne de l'occasion avec des concerts, des rassemblements, des décorations, des repas somptueux et beaucoup de vin moldave.
Le père Vassili, prêtre de la paroisse de la commune de Congaz, un village du sud, que j'ai rencontré quelques jours plus tard avec Nikos, est lui aussi agriculteur. Avant de choisir la voie de l'église, il était fonctionnaire du parti, un parcours naturel pourrait-on dire. Dès que je suis entré dans sa maison, il m'a conduit à son cellier pour me faire goûter sa production personnelle de vin. « Le méprisable est celui qui ne t'offre pas le vin de sa vigne, ou il est fainéant, ou c'est un ivrogne qui a tout consommé lui-même ». Ce prêtre militant a transformé KOLHOZ, la principale unité de production agricole soviétique, en une coopérative d'agriculteurs. "Nous venons de recevoir notre premier tracteur, se vante-t-il, mais il n'y a pas d'argent pour les engrais, alors notre agriculture est cent pour cent biologique".
A l'est, dans la région de Vadul, se trouve le seul centre de villégiature du pays. Construit près des rives de la rivière Reut, il était une institution accueillant des sourds-muets pendant l'ère communiste, comme tant d'autres institutions similaires. Des milliers de Moldaves passaient leurs vacances d'été à Vadul lui Voda (la maison du silence), car le pays n'a plus de débouché sur la mer depuis que Staline l'en a privé. L'été, une partie de ces bâtiments est transformée en auberge pour les jeunes qui y passent des journées tranquilles et joyeuses sans se soucier de déranger leurs voisins.
Aujourd'hui, c'est le calme à Vadul lui Voda, l'auberge est vide, la plage de sable au bord de la rivière aussi.
Le bar où j'ai rencontré Arturo et Rodika hier était plein de jeunes. Ils sont venus pour quelques jours voir leurs parents. « Après deux ans en Grèce, nous sommes un peu étrangers dans notre pays ». Arturo me confie « Les perspectives de notre retour ici sont un peu difficiles, mais qui peut le dire... »
Nikos se prépare à voyager pour aller avec la chorale de l'église de Papa Vassilis à Chypre. À l'agence où nous avons réservé les billets, on vendait aussi des visas pour l'Europe, au prix de 1250 dollars, un billet pour des lendemains meilleurs.
Sculeni octobre 2004