station

 

station - σταθμός - gare


- I no longer have the strength to leave!
- The hard job of staying is much more difficult than leaving.

- Je n'ai plus la force de partir!
- Le dur métier de rester est bien plus difficile que partir.

- Δεν έχω πλέον τη δύναμη να φύγω!
- Η σκληρή δουλειά της παραμονής είναι πολύ πιο δύσκολη από αυτήν της αναχώρησης.